Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔρριγα
ἔρρινον
ἔρριψις
Ἔρρος
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυθμος
ἔρρυσος
ἔρρω1
ἔρρω2
ἔρρωγα
ἐρρωμένος
ἐρρηέστερον
ἐρρώμην
ἐρρώοντο
ἔρρωσο
ἐρσαῖος
ἐρσενικός
ἔρσεο
ἕρση
ἑρσήεις
View word page
ἔρρωγα
ἔρρωγα, pf. of ῥήγνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔρρωγα
Headword (normalized):
ἔρρωγα
Headword (normalized/stripped):
ερρωγα
IDX:
42709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42710
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔρρωγα</span>, pf. of <span class="foreign greek">ῥήγνυμι.</span> </div><br><br>'}