Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρρᾳστωνευμένως
ἐρράπτω
ἔρρειθρος
ἐρρεντί
ἐρρετός
ἐρρηγεῖα
ἐρρήεις
ἐρρήθην
ἐρρηνοβοσκός
ἐρρηφορέω
ἐρρηφόρος
ἔρριγα
ἔρρινον
ἔρριψις
Ἔρρος
ἔρρους
ἐρρυθμισμένως
ἔρρυθμος
ἔρρυσος
ἔρρω1
ἔρρω2
View word page
ἐρρηφόρος
ἐρρη-φόρος,
A). = ἀρρηφόρος , ib. 902 . (Cf. ἐρση-φορία, -φόρος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρρηφόρος
Headword (normalized):
ἐρρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
ερρηφορος
IDX:
42698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρρη-φόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀρρηφόρος</span> , ib.<span class="bibl"> 902 </span>. (Cf. <span class="foreign greek">ἐρση-φορία, -φόρος.</span>)</div> </div><br><br>'}