Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστήρ
ἑρπηστής
ἑρπηστικός
ἕρπιλα
ἕρπις
ἕρπνουν
ἑρπτόν
ἑρπύζω
ἑρπυλλάριον
ἑρπύλλινος
ἑρπύλλιον
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
View word page
ἑρπηστικός
ἑρπηστ-ικός
,
A).
f.l. for
ἑρπυστικός
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑρπηστικός
Headword (normalized):
ἑρπηστικός
Headword (normalized/stripped):
ερπηστικος
IDX:
42665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42666
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑρπηστ-ικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἑρπυστικός</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}