Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύτρια
ἑρμηνεύω
Ἑρμηρακλῆς
Ἑρμῆς
ἑρμητής
Ἑρμίδιον
ἑρμίν
ἑρμογλυφεῖον
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
ἑρμόγλυφος
Ἑρμοδάκτυλον
Ἑρμοκοπίδης
Ἑρμολογέω
Ἑρμομαχέω
Ἑρμόπαν
View word page
Ἑρμίδιον
Ἑρμίδιον,
A). v. Ἑρμῄδιον.


ShortDef

a little Hermes

Debugging

Headword:
Ἑρμίδιον
Headword (normalized):
ἑρμίδιον
Headword (normalized/stripped):
ερμιδιον
IDX:
42621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἑρμίδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἑρμῄδιον.</span> </div> </div><br><br>'}