Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἕρμασις
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμάων
Ἑρμεῖον
Ἑρμέρως
ἑρμή
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνευματικὰ
ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύτρια
View word page
ἑρμή
ἑρμή·
ἔξοδος,
Hsch.
(Cf.
ἐξίθμη, ἐρίμη.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑρμή
Headword (normalized):
ἑρμή
Headword (normalized/stripped):
ερμη
IDX:
42606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42607
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑρμή·</span> <span class="foreign greek">ἔξοδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ἐξίθμη, ἐρίμη.</span>)</div><br><br>'}