Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἑρμάριον
ἕρμασις
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμάων
Ἑρμεῖον
Ἑρμέρως
ἑρμή
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνευματικὰ
ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτής
ἑρμηνευτικός
View word page
Ἑρμέρως
Ἑρμέρως, ωτος, ,
A). v. Ἑρμαθήνη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἑρμέρως
Headword (normalized):
ἑρμέρως
Headword (normalized/stripped):
ερμερως
IDX:
42605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42606
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἑρμέρως</span>, <span class="itype greek">ωτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἑρμαθήνη.</span> </div> </div><br><br>'}