Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁλίπλανος
ἁλιπλεύμων
ἁλίπληκτος
ἁλιπλήξ
ἁλίπλοος
ἁλίπνοος
ἁλιπόρος
ἁλιπόρφυρος
ἄλιππα
ἁλιπτοίητος
ἄλιπ
ἁλιρραγής
ἁλιρραίστης
ἁλίρραντος
ἁλίρρηκτος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
ἁλίρροιζος
ἁλίρρυτος
ἅλις
ἁλίς
View word page
ἄλιπ
ἄλιπ· ὀξύβαφον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄλιπ
Headword (normalized):
ἄλιπ
Headword (normalized/stripped):
αλιπ
IDX:
4259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄλιπ·</span> <span class="foreign greek">ὀξύβαφον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}