Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑρκάνη
ἑρκατή
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκοθηρευτικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτή
ἑρκτήρ
ἑρκτός
ἕρκτωρ
Ἕρκυνα
ἕρμα
ἑρμαγέλη
Ἑρμάδιον
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
View word page
ἑρκτή
ἑρκτή
,
ἡ
, lon. for
εἱρκτή.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑρκτή
Headword (normalized):
ἑρκτή
Headword (normalized/stripped):
ερκτη
IDX:
42575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42576
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑρκτή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, lon. for <span class="foreign greek">εἱρκτή.</span> </div><br><br>'}