Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρικάνην
ἐρικεῖν
ἐρικευθές
ἐρίκη
ἐρικλάγκτης
ἐρίκλαυτος
ἐρικλυτός
ἐρικόεις
ἐρικός
ἐρικτέανος
ἐρικτός
ἐρίκτυπος
ἐρικυδής
ἐρικύμων
ἐριλαμπέτις
ἐριλαμπής
ἐρίμη
ἐριμύκης
ἐρίμυκος
ἐρινάζω
ἐρινάς
View word page
ἐρικτός
ἐρικτός, , όν,
A). v. ἐρεικτός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρικτός
Headword (normalized):
ἐρικτός
Headword (normalized/stripped):
ερικτος
IDX:
42463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρικτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐρεικτός.</span> </div> </div><br><br>'}