Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐρηρέδαται
ἐρήριμμαι
ἐρήρισται
ἐρής
ἐρητύω
ἔρι1
ἐρι2
ἐριαύχην
ἐριαχθής
ἐριβόας
ἐρίβοια
ἐρίβομβος
ἐρίβους
ἐριβρεμέθων
ἐριβρεμέτης
ἐριβρεμής
ἐριβριθής
ἐρίβρομος
ἐριβρύχης
ἐρίβρυχος
ἐριβῶλαξ
View word page
ἐρίβοια
ἐρίβοια·
νύξ· καὶ μεγάλως τιμωμένη,
Hsch.
ShortDef
Eriboea
Debugging
Headword:
ἐρίβοια
Headword (normalized):
ἐρίβοια
Headword (normalized/stripped):
εριβοια
IDX:
42397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42398
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρίβοια·</span> <span class="foreign greek">νύξ· καὶ μεγάλως τιμωμένη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}