Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἐρημήσιος
ἐρημία
ἐρημικός
ἐρημίτης
ἐρημοβάτης
ἐρημοβόας
ἐρημοδίκιον
ἐρημόθωκος
ἐρημοκόμης
ἐρημολάλος
ἐρημολόγος
ἐρημονόμος
ἐρημοπλάνος
ἐρημοποιός
ἐρημοπολέω
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσκόπος
ἐρημοσύνη
ἐρημοτελωνία
ἐρημοφίλης
View word page
ἐρημολόγος
ἐρημο-λόγος,
A). gloss on ἐρημόθωκος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρημολόγος
Headword (normalized):
ἐρημολόγος
Headword (normalized/stripped):
ερημολογος
IDX:
42372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42373
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρημο-λόγος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐρημόθωκος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}