Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρημαῖος
ἐρημάς
ἐρήμη
Ἐρημήσιος
ἐρημία
ἐρημικός
ἐρημίτης
ἐρημοβάτης
ἐρημοβόας
ἐρημοδίκιον
ἐρημόθωκος
ἐρημοκόμης
ἐρημολάλος
ἐρημολόγος
ἐρημονόμος
ἐρημοπλάνος
ἐρημοποιός
ἐρημοπολέω
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσκόπος
View word page
ἐρημόθωκος
ἐρημό-θωκος· ἐρημολόγος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρημόθωκος
Headword (normalized):
ἐρημόθωκος
Headword (normalized/stripped):
ερημοθωκος
IDX:
42369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρημό-θωκος·</span> <span class="foreign greek">ἐρημολόγος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}