ἅλινος
ἅλῐνος, η, ον,(ἅλς)
A). of salt, χόνδροι ; 4.185 τοῖχοι ibid.; οἰκίαι . 16.3.3 ἄλῐνος, ον,(λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, ( 9.244 ). ἄλινσις, εως, ἡ, = ἄλειψις, τοῦἐργαστηρίου IG 4.1484.39 (Epid.). ἅλιντος· ἅμιλλα, ἀλίνω,(ἀλέω A) = λεπτύνω , pound, Fr. 995 .
II). ἀλινεῖν (leg. ἀλίνειν)· ἀλείφειν, and ἀλῖναι· ἐπαλεῖψαι, (cf. ἄλινσις, Lat. lino).