ἐρεύγομαι2
ἐρεύγομαι (B), aor. 2 Act. ἤρῠγον,
A). bellow, roar, ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν ; 20.403 τόν γ’ ἐρυγόντα λίπε..θυμός ib. 406 ; ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός roared to the full depth of his throat or voice, ; of the sea, 13.58 ἀμφὶ δέ τ’ ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω the headlands echo to the roar of the sea, ; 17.265 κῦμα..δεινὸν ἐρευγόμενον ; 5.403 ἐρεύγεται ἤπειρόνδε ib. 438 (cf. βοάω 1.2 ):—so in later Gr., λέων ἐρεύξεται Ho. 11.10 , Am. 3.8 ; σκύμνος ἐρευγόμενος ib. 1 Ma. 3.4 ; with v.l. ὠρύομαι , ib. Ez. 22.25 ; cf. προσερεύγομαι. (Cf. Lat. rūgio 'roar'.)