Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρέριπτο
ἔρερον
ἐρέσθαι
ἐρεσία
ἐρεσιμήτρην
ἐρέσσω
ἐρεσχελία
ἐρεσχηλέω
ἐρεταίνω
ἐρετάνης
ἐρετή
ἐρέτης
ἐρετικός
ἐρετμίον
ἐρετμόν
ἐρετμός
ἐρετμόω
ἔρετο
Ἐρέτρια
ἐρετριάζει
ἐρευγματώδης
View word page
ἐρετή
ἐρετ-ή· ἐπιθυμητή, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρετή
Headword (normalized):
ἐρετή
Headword (normalized/stripped):
ερετη
IDX:
42312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42313
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρετ-ή·</span> <span class="foreign greek">ἐπιθυμητή,</span> Id.</div><br><br>'}