Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁλιμοκτόνον
ἅλιμος
ἄλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλίνδα
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
ἀλινδόν
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἀλιννόν
ἅλινος
ἇλιξ
ἁλιονείκης
ἅλιος
ἅλιος
ἅλιοϲ
ἁλιοτρεφής
View word page
ἀλινδόν
ἀλινδόν· δρόμον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλινδόν
Headword (normalized):
ἀλινδόν
Headword (normalized/stripped):
αλινδον
IDX:
4228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλινδόν·</span> <span class="foreign greek">δρόμον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}