Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐρειγμός
ἐρείδω
ἐρεικαῖον
ἐρείκη
ἐρεικηρὸν
ἐρείκινος
ἐρείκιον
ἐρεικίς
ἐρεικίτας
ἐρεικόεις
ἐρείκτης
ἐρεικτός
ἐρείκω
ἐρεινοῦς
ἔρειξις
ἐρειοί
ἐρειοῦς
ἐρείπιον
ἐρείπιος
ἐρειπιώδης
ἐρειπιών
View word page
ἐρείκτης
ἐρείκ-της,
A). v. ἐρέκτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐρείκτης
Headword (normalized):
ἐρείκτης
Headword (normalized/stripped):
ερεικτης
IDX:
42273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42274
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐρείκ-της</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐρέκτης.</span> </div> </div><br><br>'}