Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἀλιμενώτης
ἁλίμικτος
ἁλιμοκτόνον
ἅλιμος
ἄλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλίνδα
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
ἀλινδόν
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἀλιννόν
ἅλινος
ἇλιξ
ἁλιονείκης
View word page
ἀλίνδα
ἀλίνδα, mythical plant, Ps.- Plu. Fluv. 14.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλίνδα
Headword (normalized):
ἀλίνδα
Headword (normalized/stripped):
αλινδα
IDX:
4224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλίνδα</span>, mythical plant, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fluv.</span> 14.2 </span>.</div><br><br>'}