Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁλικρόκαλος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλικύρκης
ἁλιμέδων
ἀλιμενία
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἀλιμενώτης
ἁλίμικτος
ἁλιμοκτόνον
ἅλιμος
ἄλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλίνδα
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
ἀλινδόν
View word page
ἁλιμοκτόνον
ἁλιμοκτόνον
,
A).
=
ποταμογείτων
, Ps.-
Dsc.
4.100
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁλιμοκτόνον
Headword (normalized):
ἁλιμοκτόνον
Headword (normalized/stripped):
αλιμοκτονον
IDX:
4218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4219
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁλιμοκτόνον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ποταμογείτων</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.100 </span>.</div> </div><br><br>'}