Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁλικρήπις
ἁλικρόκαλος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλικύρκης
ἁλιμέδων
ἀλιμενία
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἀλιμενώτης
ἁλίμικτος
ἁλιμοκτόνον
ἅλιμος
ἄλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλίνδα
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
View word page
ἁλίμικτος
ἁλίμικτος,
A). v. ἁλίσμηκτος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁλίμικτος
Headword (normalized):
ἁλίμικτος
Headword (normalized/stripped):
αλιμικτος
IDX:
4217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁλίμικτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἁλίσμηκτος</span> .</div> </div><br><br>'}