Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁλικρείων
ἁλικρήπις
ἁλικρόκαλος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλικύρκης
ἁλιμέδων
ἀλιμενία
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἀλιμενώτης
ἁλίμικτος
ἁλιμοκτόνον
ἅλιμος
ἄλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλίνδα
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
View word page
ἀλιμενώτης
ἀλιμενώτης
τόπος· μὴἔχων λιμένα
,
Suid.
, cf.
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλιμενώτης
Headword (normalized):
ἀλιμενώτης
Headword (normalized/stripped):
αλιμενωτης
IDX:
4216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4217
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλιμενώτης</span> <span class="foreign greek">τόπος· μὴἔχων λιμένα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}