Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁλικία
ἁλίκλυστος
ἀλίκμητος
ἁλικνήμις
ἁλίκρας
ἁλικρείων
ἁλικρήπις
ἁλικρόκαλος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλικύρκης
ἁλιμέδων
ἀλιμενία
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἀλιμενώτης
ἁλίμικτος
ἁλιμοκτόνον
ἅλιμος
ἄλιμος
ἁλιμυρήεις
View word page
ἀλικύρκης
ἀλικύρκης
,
ὁ
, a made dish,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλικύρκης
Headword (normalized):
ἀλικύρκης
Headword (normalized/stripped):
αλικυρκης
IDX:
4211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4212
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλικύρκης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a made dish, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}