Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπωτίδες
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπωφέλιμος
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
ἔραδος
ἔραμαι
ἔρανα
ἐρανάρχης
ἐρανέμπολος
ἐρανεστάς
ἐράνησις
ἐρανίζω
γους
ἐρανικός
ἐράνιον
View word page
ἔραδος
ἔραδος·
παρὰ τὸ ἐρίζειν· παιδίονα, νεῖκος, συνδρομή, λοιδορία, ἀνεξικακία,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔραδος
Headword (normalized):
ἔραδος
Headword (normalized/stripped):
εραδος
IDX:
42105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42106
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔραδος·</span> <span class="foreign greek">παρὰ τὸ ἐρίζειν· παιδίονα, νεῖκος, συνδρομή, λοιδορία, ἀνεξικακία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}