Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπωπεύς
ἐπωπή
ἐπωπίς
ἑπωπίς
ἐπωρεύει
ἐπωροφία
ἐπωροφίς
ἐπωρυδόν
ἐπωρύω
ἔπωσις
ἐπωστρίδες
ἐπωτειλόομαι
ἐπωτίδες
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπωφέλιμος
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
View word page
ἐπωστρίδες
ἐπωστρίδες· αἱ κατὰ Σάμον ταῖς γυναιξὶ τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐπέχουσαι κατὰ τὴν ὀσφύν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπωστρίδες
Headword (normalized):
ἐπωστρίδες
Headword (normalized/stripped):
επωστριδες
IDX:
42093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-42094
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπωστρίδες·</span> <span class="foreign greek">αἱ κατὰ Σάμον ταῖς γυναιξὶ τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐπέχουσαι κατὰ τὴν ὀσφύν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}