Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁλιηγής
ἁλιήμαθον
ἁλιήρης
ἁλιήτωρ
ἁλιηχής
ἀλίθιος
ἀλιθοκόλλητος
ἄλιθος
ἁλικάκαβον
Ἁλικαρνασσός
ἁλικία
ἁλίκλυστος
ἀλίκμητος
ἁλικνήμις
ἁλίκρας
ἁλικρείων
ἁλικρήπις
ἁλικρόκαλος
ἁλίκτυπος
ἁλικύμων
ἀλικύρκης
View word page
ἁλικία
ἁλικία
,
ἡ
, Dor. for
ἡλικία
.
ἁλικίανες
(leg.
-κρατες
)
·θαλασσομιγεῖς
,
Hsch.
ἀλικίνος·
δυνατός
, Id. (cf.
ἀλεκινός
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁλικία
Headword (normalized):
ἁλικία
Headword (normalized/stripped):
αλικια
IDX:
4201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4202
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁλικία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἡλικία</span>. <span class="orth greek">ἁλικίανες</span> (leg. <span class="foreign greek">-κρατες</span>)<span class="foreign greek">·θαλασσομιγεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀλικίνος·</span> <span class="foreign greek">δυνατός</span>, Id. (cf. <span class="foreign greek">ἀλεκινός</span>).</div><br><br>'}