ἑπτάμηνος
ἑπτά-μηνος, ον , παιδίον, βρέφος, τέκνον,
A). a seven months' child, Septim. passim ; τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα [τέκνα], , cf. 6.69 HA 584a36 .
II). ἑπτάμηνος, a space of seven months, , cf. 5.18.1 IG 12(1).53 (Rhodes).