Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁλίζω1
ἁλίζω2
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
ἀλίη
ἁλιηγής
ἁλιήμαθον
ἁλιήρης
ἁλιήτωρ
ἁλιηχής
ἀλίθιος
ἀλιθοκόλλητος
ἄλιθος
ἁλικάκαβον
Ἁλικαρνασσός
ἁλικία
ἁλίκλυστος
ἀλίκμητος
ἁλικνήμις
ἁλίκρας
ἁλικρείων
View word page
ἀλίθιος
ἀλίθιος, Dor. for ἠλίθιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλίθιος
Headword (normalized):
ἀλίθιος
Headword (normalized/stripped):
αλιθιος
IDX:
4196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλίθιος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἠλίθιος</span>.</div><br><br>'}