Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑπταδεκέτης
ἑπτακαιδεκάκις
ἑπτακαιδεκάμετρος
ἑπτακαιδεκάπηχυς
ἑπτακαιδεκάπους
ἑπτακαιδεκαταῖος
ἑπτακαιδέκατος
ἑπτακαιδεκέτης
ἑπτακαιεικοσαέτης
ἑπτακαιεικοσαπλάσιος
ἑπτακαιεικοσέτης
ἑπτακαιεικοσιμόριος
ἑπτακαιεικοσιπλάσιος
ἑπτακάτιοι
ἑπτάκαυλος
ἑπτακέφαλος
ἑπτάκις
ἑπτακισμύριοι
ἑπτακισχίλιοι
ἑπτάκλινος
ἑπτακόσιοι
View word page
ἑπτακαιεικοσέτης
ἑπτᾰκαιεικοσέτης, ες,
A). twenty-seven years old, IG 9(1).873 (Corc., iii B. C.).


ShortDef

twenty-seven years old

Debugging

Headword:
ἑπτακαιεικοσέτης
Headword (normalized):
ἑπτακαιεικοσέτης
Headword (normalized/stripped):
επτακαιεικοσετης
IDX:
41950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41951
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑπτᾰκαιεικοσέτης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twenty-seven years old,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 9(1).873 </span> (Corc., iii B. C.).</div> </div><br><br>'}