Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐποπτεία
ἐπόπτειρα
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἔποπτις
ἔποπτος
ἐποράω
ἐπορβεῖται
ἐποργάω
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐποπτόρεκτος
ἐπορέομαι
ἐπορθιάζω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐποριγνάομαι
ἐπορίνω
View word page
ἐποργάω
ἐποργάω, in form ἐποργῶσαι· μηνιῶσαι, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐποργάω
Headword (normalized):
ἐποργάω
Headword (normalized/stripped):
εποργαω
IDX:
41836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐποργάω</span>, in form <span class="foreign greek">ἐποργῶσαι· μηνιῶσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}