Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐπόπτειρα
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἔποπτις
ἔποπτος
ἐποράω
ἐπορβεῖται
ἐποργάω
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐποπτόρεκτος
ἐπορέομαι
ἐπορθιάζω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐποριγνάομαι
View word page
ἐπορβεῖται
ἐπορβεῖται· φθονεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπορβεῖται
Headword (normalized):
ἐπορβεῖται
Headword (normalized/stripped):
επορβειται
IDX:
41835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπορβεῖται·</span> <span class="foreign greek">φθονεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}