Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐποξίζω
ἐποξύνω
ἔποξυς
ἐποπάζω
ἐποπίζομαι
ἐπόπισθεν
ἐποποῖ
ἐποποιία
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἔποπος
ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐπόπτειρα
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἔποπτις
ἔποπτος
ἐποράω
View word page
ἔποπος
ἔποπος
, etym. of
πόποι,
An.Ox.
4.410
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔποπος
Headword (normalized):
ἔποπος
Headword (normalized/stripped):
εποπος
IDX:
41824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41825
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔποπος</span>, etym. of <span class="foreign greek">πόποι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 4.410 </span>.</div><br><br>'}