Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπολοφύρομαι
ἕπομαι
ἐπομβρέω
ἐπόμβρησις
ἐπομβρία
ἐπομβρίζω
ἐπόμβριος
ἔπομβρος
ἑπομένως
ἐπόμιλλος
ἐπομμάδιος
ἐπόμμασις
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονήμενοι
ἐπόνησις
ἐπονομάζω
ἐπονομαστέον
ἐπονομαστικῶς
ἐποξίζω
View word page
ἐπομμάδιος
ἐπομμάδιος,
A). v. ἐπωμάδιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπομμάδιος
Headword (normalized):
ἐπομμάδιος
Headword (normalized/stripped):
επομμαδιος
IDX:
41804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41805
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπομμάδιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπωμάδιος.</span> </div> </div><br><br>'}