Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπολολύζω
ἐπολοφύρομαι
ἕπομαι
ἐπομβρέω
ἐπόμβρησις
ἐπομβρία
ἐπομβρίζω
ἐπόμβριος
ἔπομβρος
ἑπομένως
ἐπόμιλλος
ἐπομμάδιος
ἐπόμμασις
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονήμενοι
ἐπόνησις
ἐπονομάζω
ἐπονομαστέον
ἐπονομαστικῶς
View word page
ἐπόμιλλος
ἐπόμιλλος, Aeol. for ἐφόμιλος, Et.Gud. 561.5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπόμιλλος
Headword (normalized):
ἐπόμιλλος
Headword (normalized/stripped):
επομιλλος
IDX:
41803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπόμιλλος</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">ἐφόμιλος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4098.tlg001:561:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4098.tlg001:561.5/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Et.Gud.</span> 561.5 </a>.</div><br><br>'}