Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐποκριόεις
ἐποκταμερής
ἐποκτωκαιδέκατος
ἐπολβίζω
ἔπολβος
ἐπόλιος
ἐπολισθάνω
ἔπολμις
ἐπολολύζω
ἐπολοφύρομαι
ἕπομαι
ἐπομβρέω
ἐπόμβρησις
ἐπομβρία
ἐπομβρίζω
ἐπόμβριος
ἔπομβρος
ἑπομένως
ἐπόμιλλος
ἐπομμάδιος
ἐπόμμασις
View word page
ἕπομαι
ἕπομαι,
A). v. ἕπω (B).


ShortDef

follow

Debugging

Headword:
ἕπομαι
Headword (normalized):
ἕπομαι
Headword (normalized/stripped):
επομαι
IDX:
41795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἕπομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἕπω</span> (B).</div> </div><br><br>'}