Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιωνικὸν
ἐπιώψατο
ἔπλε
ἔπληντο
ἐπόγδοος
ἐπόγκιαι
ἔπογκος
ἐπογκόω
ἐπογμεύω
ἐπόγμιος
ἐπόδια
ἐποδύρομαι
ἐπόζω
ἐποίγνυμι
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
ἐποίδησις
ἐποιδίσκομαι
ἐποίζω
ἐποικέω
ἐποικία
View word page
ἐπόδια
ἐπόδια, ἐποδιάζω, Ion. for ἐφοδ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπόδια
Headword (normalized):
ἐπόδια
Headword (normalized/stripped):
εποδια
IDX:
41746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41747
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπόδια</span>, <span class="orth greek">ἐποδιάζω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἐφοδ-.</span> </div><br><br>'}