Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιψόφησις
ἐπίψυξις
ἐπιψύχω
ἐπιψωμίζω
ἐπιωγαί
ἐπιωνικὸν
ἐπιώψατο
ἔπλε
ἔπληντο
ἐπόγδοος
ἐπόγκιαι
ἔπογκος
ἐπογκόω
ἐπογμεύω
ἐπόγμιος
ἐπόδια
ἐποδύρομαι
ἐπόζω
ἐποίγνυμι
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
View word page
ἐπόγκιαι
ἐπόγκιαι· αἱ τοῦ πλοίου παραθῆκαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπόγκιαι
Headword (normalized):
ἐπόγκιαι
Headword (normalized/stripped):
επογκιαι
IDX:
41741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπόγκιαι·</span> <span class="foreign greek">αἱ τοῦ πλοίου παραθῆκαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}