Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιχραίνω
ἐπίχρασις
ἐπιχράω1
ἐπιχράω2
ἐπιχράω3
ἐπιχρεία
ἐπίχρειον
ἐπιχρεμέθω
ἐπιχρέμπτομαι
ἐπιχρηματίζω
ἐπιχρηματισμός
ἐπιχρησιμεύω
ἐπιχρησμῳδέω
ἐπιχρίμπτω
ἐπίχρισις
ἐπίχρισμα
ἐπιχριστέον
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
ἐπιχροά
ἐπιχρόϊσις
View word page
ἐπιχρηματισμός
ἐπιχρηματ-ισμός
,
ὁ
, dub. sens. in
IGRom.
4.503
(Pergam.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιχρηματισμός
Headword (normalized):
ἐπιχρηματισμός
Headword (normalized/stripped):
επιχρηματισμος
IDX:
41664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41665
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιχρηματ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.503 </span> (Pergam.).</div><br><br>'}