ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειρο-τονέω,
A). sanction or confirm by vote, of the Assembly, ἐπειδὰν ἐπιχειροτονῆτε τὰς γνώμας ; 4.30 ἡ εἰρήνη ἡ ἐπιχειροτονηθεῖσα Decr. ap. eund. 18.29 ; incorrectly, ἐπεχειροτόνησεν ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος Decr.ib. 105 .