Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁλιαρός
ἁλιάς
ἅλιας
ἁλίασμα
ἀλίασσις
ἁλιαστάς
ἀλίαστος
ἀλιβάνωτος
ἁλίβαπτος
ἀλίβας
ἀλίβατος
ἁλιβαφής
ἁλιβδύω
ἁλίβρεκτος
ἁλίβρομος
ἁλίβροχος
ἁλίβρωτος
ἁλίγδουπος
ἁλιγείτων
ἁλιγενής
ἀλίγκιος
View word page
ἀλίβατος
ἀλίβατος
,
ον
, Dor. for
ἠλίβατος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλίβατος
Headword (normalized):
ἀλίβατος
Headword (normalized/stripped):
αλιβατος
IDX:
4154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4155
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλίβατος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἠλίβατος</span>.</div><br><br>'}