ἐπιτυχία
ἐπιτυχ-ία, ἡ,
2). success, opp. ἀποτυχίη, ; 275 ἐν ταῖς μάχαις ; 1.6.4 τῶν μαντευμάτων ; 3.70 ἔργων OG 1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Po. 2.33 ; advantage, . 2.326
3). undertaking, ματαία ἐ. BGU 1060.3 (i B.C.).