Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
ἐπίτριψις
ἐπιτρομέω
ἐπίτρομος
ἐπιτροπάδην
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεία
ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπία
ἐπιτροπιάζω
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
ἐπιτροφή
ἐπιτροχάδην
View word page
ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτροπ-εύσιμος, ον,
A). subject to wardship, BCH 4.453 (cod.Sinait.).


ShortDef

subject to wardship

Debugging

Headword:
ἐπιτροπεύσιμος
Headword (normalized):
ἐπιτροπεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
επιτροπευσιμος
IDX:
41438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτροπ-εύσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subject to wardship</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 4.453 </span> (cod.Sinait.).</div> </div><br><br>'}