ἐπίτριπτος
ἐπί-τριπτος, ον, of persons to whom one says ἐπιτριβείης (= ἄξιος τοῦ ἐπιτριβῆναι, EM 367.1 ),
A). accursed, damned, τοὐπίτριπτον κίναδος the damned fox, Aj. 103 (= τὸ ἐξῶλες θηρίον, Sch.), cf. ; 1.99 ἐ. ψωμοκόλακες ; 10 οὑπίτριπτος the rogue, Pl. 275 , , cf. 105 Pl. 619 ; ὦπίτριπτε Ach. 557 ; rascally, ῥήτορες Tim. 37 : Sup., Com.Adesp. 1348 .
2). ἡ νῦν ἐ. καὶ κατεαγυῖα μουσική the disreputable and effeminate music of to-day, M. 6.14 . (For this sense of a participial formation, cf. οὐλόμενος and ὀνήμενος.)