Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιτοξίς
ἐπιτοπίζω
ἐπιτόπιος
ἐπιτόπως
ἐπιτόσσαις
ἐπιτραγηματίζω
ἐπιτραγία
ἐπιτραγίας
ἐπίτραγοι
ἐπιτραγῳδέω
ἐπιτραπεζίδιος
ἐπιτραπέζιος
ἐπιτράπεζος
ἐπιτραπέζωμα
ἐπιτραπέουσι
ἐπιτραχήλιος
ἐπιτρεπτέον
ἐπιτρεπτικός
ἐπιτρέπω
ἐπιτρέφω
ἐπιτρέχω
View word page
ἐπιτραπεζίδιος
ἐπιτρᾰπεζ-ίδιος·
ὁ παράσιτος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιτραπεζίδιος
Headword (normalized):
ἐπιτραπεζίδιος
Headword (normalized/stripped):
επιτραπεζιδιος
IDX:
41406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41407
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτρᾰπεζ-ίδιος·</span> <span class="foreign greek">ὁ παράσιτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}