Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐπιτόναιον
ἐπιτόνιον
ἐπίτονος
ἐπιτονόω
ἐπιτοξάζομαι
ἐπιτοξεύω
ἐπιτοξίς
ἐπιτοπίζω
ἐπιτόπιος
ἐπιτόπως
ἐπιτόσσαις
ἐπιτραγηματίζω
ἐπιτραγία
ἐπιτραγίας
ἐπίτραγοι
ἐπιτραγῳδέω
ἐπιτραπεζίδιος
ἐπιτραπέζιος
ἐπιτράπεζος
ἐπιτραπέζωμα
ἐπιτραπέουσι
View word page
ἐπιτόσσαις
ἐπιτόσσαις
, Aeol. part. of
ἐπέτοσσε
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπιτόσσαις
Headword (normalized):
ἐπιτόσσαις
Headword (normalized/stripped):
επιτοσσαις
IDX:
41400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41401
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτόσσαις</span>, Aeol. part. of <span class="foreign greek">ἐπέτοσσε</span> (q.v.).</div><br><br>'}