Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
ἐπιτίθημι
ἐπιτίκτω
ἐπιτίμαιος
ἐπιτιμάω
ἐπιτιμέω
ἐπιτιμή
ἐπιτίμημα
ἐπιτίμησις
ἐπιτιμητέον
ἐπιτιμητήρ
ἐπιτιμητής
ἐπιτιμητικός
ἐπιτιμητός
ἐπιτιμήτωρ
View word page
ἐπιτιμάω
ἐπιτιμ-άω, Ion. and Delph.


ShortDef

honor, raise price; blame, rebuke, censure

Debugging

Headword:
ἐπιτιμάω
Headword (normalized):
ἐπιτιμάω
Headword (normalized/stripped):
επιτιμαω
IDX:
41358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτιμ-άω</span>, Ion. and Delph.</div><br><br>'}