ἐπιτηρέω
ἐπιτηρ-έω,
A). look out or watch for, νύκτα h.Cer. 244 ; σιτία Ach. 197 ; Βορέαν ib. 922 ; καιρόν Publ. 17 ; ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτούς ; 5.37 τὴν θεράπαιναν ; 1.8 ἐ. τὸ βλάβος watch to detect it, Ra. 1151 ; ἐ. ὅταν.., ὁπόταν.., Ec. 633 , Eq. 1031 ; ὁπότε.. HG 2.2.16 ; τί παρ’ ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτ’ ἐπετήρουν : c. inf., 19.288 ἰδεῖν τι :— Med., 15.661 . 5.20
2). supervise, (ii A.D.):— Pass., 2.77.8 PFlor. 1.16 (ii A.D.), etc.