Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτηδευματικῶς
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδευτέον
ἐπιτηδευτής
ἐπιτηδευτικός
ἐπιτηδευτός
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπιτήθη
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηλίς
ἐπιτηρέω
ἐπιτήρησις
ἐπιτηρητέον
ἐπιτηρητής
ἐπιτηρητικός
ἐπιτηρία
View word page
ἐπιτηδέως
ἐπιτηδ-έως, Adv. of ἐπιτήδεος, Ion. for ἐπιτήδειος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιτηδέως
Headword (normalized):
ἐπιτηδέως
Headword (normalized/stripped):
επιτηδεως
IDX:
41344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτηδ-έως</span>, Adv. of <span class="foreign greek">ἐπιτήδεος,</span> Ion. for <span class="foreign greek">ἐπιτήδειος</span> (q.v.).</div><br><br>'}