ἐπιτευκτικός
ἐπι-τευκτικός, ή, όν,
A). able to attain or achieve, ἕξις ἐ. τῶν βελτίστων MM 1199a8 , cf. Vit. p.24J. ; σύνεσις ἐ. τοῦ μετρίου Pomp. 5 , cf. Epict. 3.12.5 . Adv. -κῶς Rh. 1.74S.
b). Subst. -κόν, spell, charm for securing success, (pl.). 8.28