ἐπίτευγμα
ἐπί-τευγμα, ατος, τό,(ἐπιτυγχάνω)
A). a hit, opp. ἀπότευγμα, Rh. 1.67S., al.; success, ; 1.27 'coup', Att. 13.27.1 : pl., ποιητῶν ἀγαθῶν ἐ. ; 15.6 τὰ περὶ ποιητικὴν ἐ. ; 8.57 τὰ ἀπὸ τύχης ἐ. BJ 3.5.6 ; of successful medical diagnoses, Harp.Astr.in Cat.Cod. Astr. 8(3).137.10 .