Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐπιτεσσαρεσκαιδέκατος
ἐπιτεσσερασκαιδεκάτους
ἐπιτεταμένως
ἐπιτέταρτος
ἐπιτετευγμένως
ἐπιτετηδευμένως
ἐπιτετμημένως
ἐπιτετραέβδομος
ἐπιτετραμερής
ἐπιτετράπεμπτος
ἐπιτετράφαται
ἐπιτετυχημένως
ἐπίτευγμα
ἐπιτευκτικός
ἐπίτευξις
ἐπιτεύχω
ἐπιτεχνάζω
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνημα
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
View word page
ἐπιτετράφαται
ἐπιτετράφαται,
A). v. ἐπιτρέπω 1.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιτετράφαται
Headword (normalized):
ἐπιτετράφαται
Headword (normalized/stripped):
επιτετραφαται
IDX:
41319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-41320
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐπιτετράφαται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπιτρέπω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:1:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:1.6/canonical-url/"> 1.6 </a>.</div> </div><br><br>'}